Τι είναι το αδένωμα υπόφυσης;
Το αδένωμα υπόφυσης αποτελεί τη συνηθέστερη εγκεφαλική βλάβη μετά το γλοίωμα, το μηνιγγίωμα και το ακουστικό νευρίνωμα. Περίπου το 10% των ανθρώπων εκτιμάται ότι έχουν ένα αδένωμα υπόφυσης, το οποίο είναι πιθανό να μην δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα.
α αδενώματα αναπτύσσονται από τον αδένα της υπόφυσης και συνήθως αφορούν ασθενείς στην τρίτη ή τέταρτη δεκαετία της ζωής τους.
Η μεγάλη πλειοψηφία των αδενωμάτων εξελίσσεται αργά και είναι καλοήθη.
Τα αδενώματα της υπόφυσης διαιρούνται σε μικροαδενώματα (μικρότερα από 1 εκατοστό) και μακροαδενώματα (1 εκατοστό ή μεγαλύτερα), εκκριτικά και μη εκκριτικά.
Ποια είναι τα συμπτώματα του αδενώματος της υπόφυσης
Τα εκκριτικά αδενώματα υπόφυσης, δεν προκαλούν από την αρχή συμπτώματα αν και αυξάνονται σε διαστάσεις.
Όταν το αδένωμα υπόφυσης φθάσει περίπου τα 10 χιλιοστά σε διάμετρο, αρχίζει να πιέζει τους γύρω ιστούς, συμπιέζοντας αρχικά την υπόφυση και στη συνέχεια τα οπτικά νεύρα, προκαλώντας διαταραχές της όρασης.
Στις περιπτώσεις που το αδένωμα μεγαλώσει πολύ, μπορεί να έχει συμπτώματα όπως:
- Κεφαλαλγίες (πονοκέφαλοι, που μπορεί να είναι έντονοι το πρωί και να ξυπνούν τον ασθενή τη νύχτα)
- Ζάλη
- Ναυτία, έμετοι
- Υπνηλία
Τα εκκριτικά αδενώματα προκαλούν συμπτώματα ανάλογα με την ορμόνη που εκκρίνουν. Εάν παράγει προλακτίνη, προκαλεί διαταραχές στην περίοδο της γυναίκας και γαλακτόρροια. Εάν παράγει αυξητική ορμόνη, ο ασθενής εμφανίζει μεταξύ άλλων ανώμαλη αύξηση του μεγέθους των οστών (μεγαλακρία).
Σύγχρονη νευροχειρουργική αντιμετώπιση του αδενώματος της υπόφυσης
Ο αδένας της υπόφυσης αποτελεί κομβικό αδένα για την ομαλή ενδοκρινική λειτουργία του συνόλου του ανθρώπινου οργανισμού επηρεάζοντας πολλά διαφορετικά όργανα και συστήματα.
Η νευροχειρουργική και ενδοκρινολογική συναξιολόγηση κάθε αδενώματος υπόφυσης ,βάσει των ακτινολογικών ,των ορμονολογικών και των γενικότερων ιατρικών δεδομένων του ασθενούς αποτελούν την ιδανική αφετηρία για την αντιμετώπισή τους.
Ειδικότερα στον σχεδιασμό αντιμετώπισης ενός αδενώματος της υπόφυσης λαμβάνονται υπόψη τα παρακάτω δεδομένα:
- η εντόπιση και το μέγεθος του αδενώματος,καθώς και η πιθανή γνώση της βιολογικής του συμπεριφοράς στο χρόνο (ρυθμός ανάπτυξης όγκου)
- η γνώση της ενδοκρινολογικής εικόνας του ασθενούς( ορμονοεκκριτικό-ενεργό αδένωμα ή όχι, παρουσία ή όχι υποφυσιακής δυσλειτουργίας)
- η ανάπτυξη σε σχέση με τις καρωτίδες και τους σηραγγώδεις κόλπους (μεγάλοι αγγειακοί σχηματισμοί της βάσης του κρανίου)
- η παρουσία πιθανής διαταραχή της όρασης, όταν ο όγκος πιέζει το οπτικό χίασμα
- η γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς και η προτίμησή του σχετικά με τις θεραπευτικές επιλογές.
Η εξατομικευμένη θεραπεία ενός αδενώματος υπόφυσης περιλαμβάνει τις ακόλουθες πιθανές επιλογές:
✓ Παρακολούθηση
Για ένα μικρό όγκο υπόφυσης, χωρίς σημαντικά συμπτώματα ή σημεία, η τακτική ιατρική παρακολούθηση που περιλαμβάνει,ορμονολογικό, ακτινολογικό και οφθαλμολογικό έλεγχο αποτελεί μία λύση. Εάν ο όγκος της υπόφυσης δεν αναπτύσσεται, ο ασθενής δε θα χρειαστεί ποτέ θεραπεία.
✓ Φαρμακευτική αγωγή
Η φαρμακευτική αγωγή είναι ιδιαιτέρως αποτελεσματική για την αντιμετώπιση μερικών ορμονοεκκριτικών όγκων της υπόφυσης. Μπορεί να εμποδίσει τους όγκους της υπόφυσης να παράγουν μεγάλες ποσότητες ορμονών ή να τους συρρικνώσει, ώστε να μην πιέζουν τον αδένα της υπόφυσης ή άλλα τμήματα του νευρικού συστήματος. Επιπλέον φαρμακευτική αγωγή απαιτείται σε αδενώματα που δημιουργούν ανεπάρκεια παραγωγής ορμονών λόγω της πίεσης που ασκούν στον φυσιολογικό αδένα της υπόφυσης καθώς και μετά από χειρουργική εκτομή ή ακτινοβόληση ενός αδενώματος.
Στη φαρμακευτική αγωγή συμπεριλαμβάνονται:
‣ Η βρωμοκρυπτίνη και καρβεγολίνη. Χρησιμοποιούνται στους όγκους της υπόφυσης, που παράγουν την ορμόνη προλακτίνη και ονομάζονται προλακτινώματα.Μπορεί να αποτελούν την μοναδική θεραπεία ενός προλακτινώματος μειώνοντας την έκκριση της προλακτίνης και συχνά συρρικνώνοντας το αδένωμα.
‣ Ανάλογα σωματοστατίνης. Χρησιμοποιούνται για αδενώματα υπόφυσης, τα οποία παράγουν αυξημένες ποσότητες αυξητικής ορμόνης. Τα ανάλογα σωματοστατίνης μπορούν να μειώσουν την παραγωγή αυξητικής ορμόνης και μπορούν να μειώσουν το μέγεθος του όγκου.
‣ Κετοκοναζόλη. Χρησιμοποιείται για αδενώματα υπόφυσης, τα οποία παράγουν αυξημένες ποσότητες κορτιζόλης, η οποία είναι μία φυσική στεροειδής ορμόνη. Δεν προκαλεί συρρίκνωση του αδενώματος ή παύση της ορμονικής έκκρισης.
✓ Ακτινοθεραπεία
Αφορά αδενώματα-όγκους υπόφυσης, που:
- Λόγω μεγέθους, τρόπου ανάπτυξης-επέκτασης στον υπερεφιππιακό χώρο δεν είναι δυνατή η ασφαλής-ριζική εξαίρεση τους.
- Δεν ανταποκρίνονται στην κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.
- Υποτροπιάζουν μετά από επέμβαση.
- Εντοπίζονται σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας ή/και με κακή συνολικά κατάσταση υγείας.
Η ακτινοθεραπεία δεν συνιστά άμεση ιατρική παρέμβαση και έτσι απαιτείται ικανός χρόνος( μήνες ή χρόνια) για να περιορίσει την αύξηση μεγέθους του όγκου ή την παραγωγή ορμονών.
Οι τύποι ακτινοθεραπείας που χρησιμοποιούνται είναι:
- Κλασσική ακτινοθεραπεία.
- Στερεοτακτική ακτινοχειρουργική (Cyberknife, γ-Κnife): Η στερεοτακτική ακτινοχειρουργική εξασφαλίζει την χορήγηση μεγαλύτερης και πιο στοχευμένης δόσης ακτινοβολίας σε σχέση με την κλασική ακτινοθεραπεία, χωρίς την εξάπλωσή της στις ευαίσθητες γειτονικές δομές του εγκεφάλου (πχ οπτικά νεύρα).
✓ Χειρουργική αντιμετώπιση
Οι σύγχρονες τεχνικές επιτρέπουν την ριζική αφαίρεση των αδενωμάτων της υπόφυσης, ακόμα και στις πιο δυσπρόσιτες περιοχές του εγκεφάλου, ενώ ταυτοχρόνως προστατεύουν τις σημαντικές δομές του εγκεφάλου.
Στόχος της χειρουργικής επέμβασης είναι η απομάκρυνση του όγκου και η πρώτη προτεραιότητα είναι η διατήρηση ή βελτίωση των νευρολογικών λειτουργιών του ασθενούς.
Η χειρουργική επέμβαση αποτελεί τον συχνότερο τρόπο αντιμετώπισης των όγκων της υπόφυσης. Εάν η συμπεριφορά ενός αδενώματος είναι καλοήθης και επιτευχθεί η ολική εξαίρεσή του το χειρουργείο ίσως και να αποτελεί τη μοναδική θεραπεία, που χρειάζεται.
Η χειρουργική αντιμετώπιση προκρίνεται ως θεραπευτική επιλογή, όταν:
- αποτύχει η φαρμακευτική αγωγή να αποτρέψει την παραγωγή ορμονών από τον όγκο
- το μέγεθος του αδενώματος είναι ικανό να ασκεί μεγάλη πίεση στον φυσιολογικό αδένα της υπόφυσης ή σε άλλα τμήματα του νευρικού συστήματος(πχ τα οπτικά νεύρα ,με συνέπεια την απώλεια φυσιολογικής όρασης)
- παρουσιάζει αύξηση του μέγεθος του παρόλες τις προηγούμενες θεραπείες(φαρμακευτική αγωγή, ακτινοθεραπεία, χειρουργική εκτομή)
Τα πιο συχνά είδη χειρουργικών επεμβάσεων για τους όγκους της υπόφυσης είναι:
1) Διαρρινική, διασφηνοειδική (ενδοσκοπική ή μη) προσπέλαση
Αποτελεί μια ελάχιστα επεμβατική χειρουργική τεχνική που με τη βοήθεια της νευροπλοήγησης και του ενδοσκοπίου επιτυγχάνεται η ευχερής ,ασφαλής και σχεδόν αναίμακτη προσπέλαση της βλάβης χωρίς την παρουσία τομών στο δέρμα, μέσα από την ρινική κοιλότητα
2) Κρανιοτομία
Με τη χρήση νευροπλοήγησης, η οποία ενσωματώνει δεδομένα της μαγνητικής και της αξονικής τομογραφίας, παρέχεται τρισδιάστατη απεικόνιση και αποτυπώνεται η εικόνα της μαγνητικής τομογραφίας ακριβώς στη θέση της βλάβης στον εγκέφαλο του ασθενούς. Με αυτό τον τρόπο, εντοπίζεται με εξαιρετική ακρίβεια η θέση του όγκου που αφαιρεί ο νευροχειρουργός. Με το νευροχειρουργικό μικροσκόπιο και τη νευροπλοήγηση, ο όγκος αφαιρείται με ακρίβεια, ενώ προστατεύονται οι περιοχές του φυσιολογικού εγκεφάλου.
Τα κριτήρια για τη χειρουργική αντιμετώπιση των αδενωμάτων υπόφυσης, την ολική ή όχι αφαίρεσή τους, αλλά και το είδος του χειρουργείου που ενδείκνυται είναι μεταξύ άλλων:
- το μέγεθός τους ή η προοδευτική αύξηση του μεγέθους του όγκου
- η διαταραχή της όρασης, όταν ο όγκος πιέζει το οπτικό χίασμα
- οι ορμονικές διαταραχές από την υπερπαραγωγή κάποιας ορμόνης ή από την συμπίεση του φυσιολογικού αδένα της υπόφυσης
- η ανάπτυξη σε σχέση με τις καρωτίδες και τους σηρραγγώδεις κόλπους (μεγάλοι αγγειακοί σχηματισμοί της βάσης του κρανίου)